Προκειμένου η Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις, εισήχθη με το αρ. 1 της υποπαρ. ΙΕ 15 της παρ. ΙΕ Ν. 4254/2014, στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο για πρώτη φορά ο θεσμός των «μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος», η προστασία των οποίων αποτυπώνεται σήμερα στο άρθρο 47 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος (στην αγγλική ορολογία γνωστός ως whistleblower) ορίζεται το πρόσωπο εκείνο που προβαίνει σε πράξη αποκάλυψης προς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και τις διωκτικές αρχές πληροφοριών, που υπέπεσαν στην αντίληψη του, συνήθως λόγω της εργασιακής του θέσεως εντός συγκεκριμένων δομών ή κατά τη συναλλαγή του με κάποιον υπάλληλο, και που σχετίζονται με την τέλεση παράνομων πράξεων που πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.
Ωστόσο, η αποκάλυψη αδικιών και των σχετικών με αυτές πληροφοριών φέρνουν πολλές φορές τα πρόσωπα αυτά αντιμέτωπα με σημαντικούς κινδύνους, όπως για παράδειγμα απώλεια της εργασίας τους, επαγγελματικό ή κοινωνικό στιγματισμό, επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων, αλλά ακόμα και απειλές για την ίδια τους τη ζωή, γεγονός φυσικά που επιδρά καταλυτικά στην πρόθεση τους να καταθέσουν αλλά και στο περιεχόμενο όσων στοιχείων προτίθονται να συμπεριλάβουν στην τυχόν κατάθεση τους.
Σύμφωνα με το αρθ. 47 παρ. 1 εδ’ α ΚΠΔ: «Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος να χαρακτηρίζεται ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με πράξη των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος ή των αναπληρωτών τους ή των επίκουρων εισαγγελέων του οικονομικού εγκλήματος όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους».
Από την ανωτέρω διάταξη, λοιπόν, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού μάρτυρα ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος είναι οι ακόλουθες:
α) Παροχή πληροφοριών στις διωκτικές αρχές για τις προβλεπόμενες στα αρ. 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ αξιόποινες πράξεις.
Ο Έλληνας νομοθέτης περιορίζεται να παράσχει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη αξιόποινων πράξεων δωροδοκίας στο δημόσιο τομέα και συγκεκριμένα των άρθρων 159 ΠΚ (δωροληψία πολιτικών προσώπων), 159Α ΠΚ (δωροδοκία πολιτικών προσώπων), 235 ΠΚ (δωροληψία υπαλλήλου), 236 (δωροδοκία υπαλλήλου), 237 (δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών), 237Α ΠΚ (εμπορία επιρροής – μεσάζοντες) καθώς και των συναφών με αυτά πράξεων, και όχι εν γένει στην αποκάλυψη και δίωξη διαφόρων εγκλημάτων, που σχετίζονται με την προστασία δημόσιου χρήματος και του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή ενδεικτικά των εγκλημάτων της απιστίας στην υπηρεσία, ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαίρεσης, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ. Κατ’ αρχήν λοιπόν μέσω της περιοριστικής νομοθετικής απαρίθμησης των ανωτέρω εγκλημάτων, φαίνεται πως δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή του εν λόγω άρθρου και για άλλα εγκλήματα, με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου της διάταξης, αδικήματα τα οποία μπορεί μεν να θίγουν εξίσου το δημόσιο συμφέρον, δεν πληρούν όμως τους περί συνάφειας κανόνες, όπως καθορίζονται ευθέως από το άρθρο 129 ΚΠΔ.
β) Ουσιώδης συμβολή των πληροφοριών στην αποκάλυψη και δίωξη των ως άνω αξιόποινων πράξεων.
Η συμβολή του μάρτυρα στην ανακριτική διερεύνηση των εγκλημάτων διαφθοράς πρέπει να κρίνεται ως ουσιώδης. Δεδομένου όμως ότι το κριτήριο του ουσιώδους ή μη της συμβολής των πληροφοριών δεν εξειδικεύεται με ειδικότερα κριτήρια, αλλά ο προσδιορισμός του επαφίεται σε in concreto εκτιμήσεις, η εν λόγω διατύπωση του νόμου φαίνεται να πάσχει αοριστίας. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι ουσιώδης είναι η συμβολή όταν τα εισφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία είναι ικανά να οδηγήσουν στην τεκμηρίωση των καταγγελιών σε βάρος του κατηγορούμενου, ώστε χωρίς αυτά να μην είναι δυνατή η αποκάλυψη του εγκλήματος. Συνακόλουθα, αόριστες αναφορές, ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί και εικασίες δεν δύνανται να συνιστούν ουσιώδη συμβολή στην αποκάλυψη αδικημάτων.
Σε κάθε περίπτωση ορίζεται ρητά ότι η συμβολή θα πρέπει να είναι ουσιώδης τόσο στην αποκάλυψη όσο και στη δίωξη των αδικημάτων. Η διατύπωση δε αυτή της διάταξης έχει εγείρει προβληματισμούς σχετικά με το αν η κτήση της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος προϋποθέτει απαραιτήτως την άσκηση ποινικής δίωξης. Σύμφωνα και με την γνώμη του γράφοντος, ορθότερη είναι η άποψη που δέχεται αρνητική απάντηση και υιοθετεί μια πιο διευρυμένη έννοια της δίωξης ώστε να παρέχεται η απαιτούμενη προστασία στον μάρτυρα ακόμα και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, χωρίς ο τελευταίος να μένει ακάλυπτος και να φοβάται ότι θα στερηθεί παντελώς της προστασίας αυτής σε περίπτωση μη τυχόν ασκήσεως της ποινικής δίωξης. Σε αντίθετη περίπτωση θα περιορίζονταν σημαντικά η πρακτική εφαρμογή του συγκεκριμένου θεσμού, καθώς θα οδηγούσε στην αποθάρρυνση των καταγγελλόντων, να προβούν στη γνωστοποίηση τέτοιου είδους πληροφοριών, φοβούμενοι τις συνέπειες
γ) Μη εμπλοκή του παρέχοντος τις πληροφορίες προσώπου στις καταγγελθείσες πράξεις, καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Σύμφωνα με αυτή την προϋπόθεση, ο νομοθέτης αποκλείει από τον χαρακτηρισμό ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και αν οι παρεχόμενες πληροφορίες συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξη εγκλημάτων διαφθοράς, τον μάρτυρα εκείνο ο οποίος εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην καταγγελλόμενη πράξη. Μάλιστα, με την χρήση του όρου «εμπλοκή» αντί εκείνου της συμμετοχής, τίθονται εκτός του προστατευτικού πεδίου της διάταξης όχι μόνο οι μάρτυρες που τελούν οποιαδήποτε αξιόποινη μορφή συμμετοχής στο αδίκημα, όπως αυτές προβλέπονται στις γενικές διατάξεις του Π.Κ. (αρθ. 45-47 Π.Κ.), αλλά και οι περιπτώσεις μη αξιόποινης συμμετοχής (π.χ συνδρομή κατά το στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης του αδικήματος), καθώς και περιπτώσεις αναγκαίας συμμετοχής ή παραυτουργίας. Το κριτήριο αυτό αποτελεί και τον καθοριστικό παράγοντα διαφοροποίησης μεταξύ των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και των μαρτύρων «του στέμματος».
δ) Μη επιδίωξη ιδίου οφέλους.
Βασική προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος είναι η μη εξάρτηση από την πράξη αποκάλυψης των εγκλημάτων διαφθοράς, κανενός οφέλους εκ μέρους του. Στην έννοια δε του οφέλους δεν υπάγονται μόνο τα αμιγώς περιουσιακού - οικονομικού χαρακτήρα ωφελήματα, αλλά και τα μη αποτιμητά σε χρήμα, όπως λ.χ η επιδίωξη επαγγελματικής ανέλιξης. Συνακόλουθα, έχει υποστηριχθεί ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν σκοπός του μάρτυρα είναι η αποκατάσταση της ανομίας και της εργασιακής ειρήνης και τάξεως, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την καλή πίστη του μάρτυρα. Ωστόσο, δεν καθίσταται απολύτως σαφές εάν το άρθρο 47 ΚΠΔ απαιτεί το πρόσωπο να αποκαλύψει «καλή τη πίστει». Οι προϋποθέσεις το πρόσωπο να μην αποβλέπει σε ίδιον όφελος και να μην εμπλέκεται στην επιλήψιμη συμπεριφορά, θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως μια de facto προϋπόθεση καλής πίστης. Όμως τόσο το κείμενο της διάταξης όσο και η αιτιολογική έκθεση που συνόδευε τον νόμο κατά την κατάθεσή του στη Βουλή, δεν αναφέρονται ρητά στην προϋπόθεση της καλής πίστης. Ζήτημα δε προκύπτει αναφορικά με το κατά πόσο θα μπορούσε, ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει πράγματι τελεσθεί έγκλημα διαφθοράς, να συνιστά λόγος αποκλεισμού από την προστασία του άρθρου 47 ΚΠΔ, η συνδρομή στο πρόσωπο του μάρτυρα ταπεινών κινήτρων που πηγάζουν αποκλειστικά από την ενδιάθετη εσωτερική του κατάσταση, όταν δηλαδή ενεργεί με γνώμονα το συναίσθημα παρακινούμενος από αισθήματα προσωπικής απέχθειας, ζηλοφθονίας, θυμού, και εκδίκησης, ικανά να τον χαρακτηρίσουν ως κακόπιστο. Η παραδοχή λοιπόν μιας τέτοιας αμιγώς υποκειμενικής προϋπόθεσης καλοπιστίας δεν θα μπορούσε να συνάδει με τη ratio του θεσμού, η οποία συνίσταται στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος το οποίο πλήττεται καίρια με την τέλεση και παρασιώπηση των εγκλημάτων διαφθοράς, παρέχοντας κίνητρα σε όσους γνωρίζουν την τέλεσή τους να τα γνωστοποιήσουν στις αρχές. Δεν είναι δηλαδή δυνατό να παραμερίζεται η ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και καταπολέμησης της διαφθοράς, αποβλέποντας στην «ηθική ανωτερότητα» του μάρτυρα. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, υποστηρίζεται ότι η ηθική ποιότητα των κινήτρων του αναφέροντος κρίνεται ως καταρχήν αδιάφορη, εφόσον το δημόσιο συμφέρον δεν παύει να διακυβεύεται σε κάθε περίπτωση στον ίδιο βαθμό. Επομένως, η διατύπωση της διατάξεως ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι θέτει ως προαπαιτούμενη την καλή πίστη του μάρτυρα, δεν φαίνεται να αποκλείει τα πρόσωπα τα οποία περέχουν πληροφορίες από κίνητρα εκδίκησης ή προσωπικού μένους έναντι του δράστη πράξεων, ενώ δεν πρέπει να παρέχεται η ιδιαίτερη προστασία σε μάρτυρες που αποβλέπουν στην επαγγελματική εξόντωση του προϊσταμένου ή ανταγωνιστή τους και στην επαγγελματική ή κοινωνική εξέλιξή τους, αφού το «ιδίον όφελος» δεν είναι αποκλειστικά περιουσιακού χαρακτήρα.
ε) Έκδοση σχετικής πράξης χαρακτηρισμού από τον αρμόδιο εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, η οποία εν συνεχεία, για να έχει ισχύ, πρέπει να εγκριθεί από τον προϊστάμενο εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος.
Προκειμένου ο καταγγέλλων να υπαχθεί στο προστατευτικό πεδίο του αρ. 47 του ΚΠΔ, o εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος (ή οι αναπληρωτές του ή οι επίκουροι εισαγγελείς του οικονομικού εγκλήματος), εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των ως άνω αναφερόμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων, προχωρά στην έκδοση σχετικής πράξεως χαρακτηρισμού, η οποία εν συνεχεία, για να έχει ισχύ, πρέπει να εγκριθεί από τον προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος.
Σημειωτέον ότι η ανωτέρω διαδικασία δύναται να εκκινήσει είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ίδιου του καταγγέλλοντος. Μάλιστα, γίνεται δεκτό ότι η υποβολή της σχετικής αίτησης και κατ’ επέκταση ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος μπορεί να συμβεί σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ήτοι ακόμη και μετά την έκδοση βουλεύματος ή σχετικής καταδικαστικής απόφασης καθώς και μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας.
Σε περίπτωση όμως, που ο εισαγγελέας ή ο προϊστάμενος εισαγγελέας του τμήματος οικονομικού εγκλήματος κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοση της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού, όταν π.χ αποδειχθεί το ψεύδος των παρεχόμενων πληροφοριών ή η εμπλοκή του μάρτυρα στην καταγγελλόμενη πράξη ή η εξυπηρέτηση ιδίου οφέλους, τότε προβαίνει με τον ίδιον τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης στην ανάκληση της πράξης αυτής χαρακτηρισμού και συνεπώς στην άρση της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος.
Ως μοναδικό μέσο προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος ορίζεται η οριστική αποχή από τη σε βάρος τους ποινική δίωξη των σε αυτές περιοριστικώς κατονομαζόμενων εγκλημάτων. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι αν έχει υποβληθεί έγκληση ή μήνυση για τα εγκλήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ή για τις προβλεπόμενες στις παρ. 1 έως 3 του άρθρου 38 του ν.4624/2019 (Α΄ 137) αξιόποινες πράξεις παραβίασης προσωπικών δεδομένων, και ο προϊστάμενος εισαγγελέας του τμήματος οικονομικού εγκλήματος, κατόπιν ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η σχετική έγκληση ή μήνυση, κρίνει ότι η δίωξη του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να παραγγείλει στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη, εισάγει εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαστικής δίωξης στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, και αποτελεί περίπτωση απόκλισης από τον κανόνα της αρχής της νομιμότητας, υπέρ της αρχής της σκοπιμότητας, αφού η άσκηση της ποινικής δίωξης υπόκειται πλέον στη διακριτική εξουσία της εισαγγελικής αρχής. Σκοπός της δε είναι να παράσχει στους κατόχους πληροφοριών σχετικά με εγκλήματα διαφθοράς, το ισχυρό κίνητρο της μη εμπλοκής τους σε ποινικές διώξεις και της αποφυγής του κινδύνου να διωχθούν και να κατηγορηθούν για τις ανωτέρω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, ώστε χωρίς κανένα φόβο και δισταγμό να προβούν στην καταγγελία των επίμαχων πληροφοριών και να συμβάλλουν αποτελεσματικότερα στο έργο των ανακριτικών αρχών.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα η προστασία που παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΚΠΔ, είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς δεν παρέχεται αυτόματα, αλλά έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα και σε κάθε περίπτωση, περιορίζεται στην προστασία από την ποινική δίωξη. Η πρόβλεψη περί μη δέσμιας αρμοδιότητας του εισαγγελέα να διατάξει την αποχή από την ποινική δίωξη, αποσκοπεί στην εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων του μάρτυρα και εκείνου που εμπλέκεται στην αξιόποινη πράξη, και του οποίου η τιμή και η υπόληψη μπορεί να θεωρεί ότι προσβάλλονται από τις αποκαλύψεις του μάρτυρα. Ακόμα όμως κι αν ο εισαγγελέας παραγγείλει την αποχή, ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος δεν προστατεύεται πλήρως, διότι η προστασία αφορά την ποινική δίωξη και όχι τις διατάξεις πολιτικών/αστικών δικαιωμάτων προς αποζημίωση που μπορούν να αξιωθούν έναντι των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης, το άρθρο 47 δεν παρέχει καμία είδους προστασία από διακριτική μεταχείριση ή πειθαρχικά αντίποινα, όπως την απόλυση από την εργασία, τον υποβιβασμό, την εκδικητική μετάθεση ή την παρενόχληση στον χώρο εργασίας.
Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του αρ. 47 ΚΠΔ, εάν έχει παραγγελθεί, κατά τα ανωτέρω, η αποχή από την ποινική δίωξη αλλά εν συνεχεία ανακληθεί η πράξη περί χαρακτηρισμού ενός προσώπου ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος από τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας οικονομικού εγκλήματος οφείλει υποχρεωτικώς να προβεί στην ανάκληση της παραγγελίας «περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη». Όμως, αυτή η δυνατότητα ανάκλησης αλλοιώνει στην ουσία το χαρακτήρα του μέτρου της οριστικής αποχής, του οποίου άμεσο αποτέλεσμα είναι η αδυναμία κίνησης πια της ποινικής δίωξης στο μέλλον, καθώς η ποινική αξίωση της πολιτείας παύει να είναι ενεργή και και εξαλείφεται η δυνατότητα άσκησης νέας ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη. Έτσι λοιπόν φαίνεται πως εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος για «οριστική» αποχή από την ποινική δίωξη καθώς αυτή τελεί υπό την αίρεση της μη ανάκλησης της πράξης χαρακτηρισμού του προσώπου ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Η εν λόγω ωστόσο ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη αποφυγής του υπέρμετρου περιορισμού του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του καταγγελλόμενου έναντι των ισχυρισμών του καταγγέλοντος και απαλλάσει την εισαγγελική αρχή από τη δύσκολη θέση να αποφασίσει υπέρ της οριστικής αποχής, με τον κίνδυνο από την πρόοδο της έρευνας να μην επαληθευτούν οι ισχυρισμοί του μάρτυρα ή αυτοί να αποδειχθούν κακόβουλοι, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει πια ο λόγος ειδικής του προστασίας, η οποία όμως δεν θα μπορεί να αρθεί αφού η αποχή από την ποινική δίωξη καθίσταται οριστική. Ενδεχόμενη λύση στον ως άνω προβληματισμό θα μπορούσε να συνιστά η πρόβλεψη ενδιάμεσων σταδίων προστασίας όπως για παράδειγμα εάν, μαζί με το τελικό μέτρο της οριστικής αποχής, προβλεπόταν η δυνατότητας αναστολής της ποινικής δίωξης εις βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, στα πρότυπα του άρθρου 44 ΚΠΔ, η οποία αναστολή είτε θα μετατρεπόταν σε οριστική αποχή είτε θα αιρόταν, αναλόγως των ανακριτικών πορισμάτων που θα προέκυπταν.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, παρά τα όποια δογματικά ζητήματα που μπορεί να εγείρονται σχετικά με τη χρήση του όρου της «οριστικής» αποχής από την ποινική δίωξη, το μέτρο αυτό με την πρόβλεψη δυνατότητας ανάκλησης του, φαίνεται πως εξυπηρετεί στην πράξη έως ένα σημαντικό βαθμό τη σκοπιμότητα της εν λόγω ρύθμισης και διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων τόσο του καταγγέλοντος όσο και του καταγγελλόμενου προσώπου.
Από την ως άνω ανάλυση του άρθρου 47 ΚΠΔ, προκύπτει ότι, παρά τις όποιες τυχόν αοριστίες και τα ερμηνευτικά ζητήματα που δύνανται να προκύψουν από το γράμμα της διάταξης, ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, υπό το πρίσμα της συστηματικής του ένταξης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, συμβάλλει αναμφίβολα στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στη θωράκιση του δημοσίου συμφέροντος. Σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες νομοθετικές προβλέψεις στον Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (Ν. 3528/2007), για τη λήψη ειδικών μέτρων προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος όταν αυτοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και με τη ρύθμιση του άρθρου 218 Κ.Π.Δ. για την προστασία των μαρτύρων (μετά και την θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ με το Ν. 4620/2019), μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στα χέρια των διωκτικών αρχών για την αποκάλυψη και δίωξη εγκληματικών συμπεριφορών που βάλλουν κατά των δημόσιων αξιών.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η θέσπιση ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου που θα εστιάζει αποκλειστικά στον θεσμό του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος είναι επιτακτική ανάγκη, γιατί οι διάσπαρτες διατάξεις εντός άλλων νόμων εμπεριέχουν τον κίνδυνο αλληλοκαλυπτόμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων διατάξεων που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια στους δυνητικούς μάρτυρες αλλά και σεβασμό προς τα δικαιώματά τους
Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί και κατά το παρελθόν, το νομοθετικό πλαίσιο χρήζει ακόμη μεγαλύτερης εξέλιξης για την πληρέστερη προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, για να δίδεται η δυνατότητα στους πολίτες να καταγγέλλουν πράξεις διαφθοράς χωρίς τον κίνδυνο των αντιποίνων. Η παραπάνω θέση ενισχύεται έτι περαιτέρω και από τη διαπίστωση ότι ελάχιστες φαίνεται να είναι οι περιπτώσεις που η ρύθμιση του άρθρου 47 Κ.Π.Δ. βρήκε πρακτικό αντίκρισμα και συνέβαλε στη διαμόρφωση σχετικής νομολογίας, γεγονός που θέτει τελικά εν αμφιβολία την ικανότητα του θεσμού να αποτελέσει μια ουσιαστική και πραγματική, και όχι επιφανειακή και φαινομενική, προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς.
Συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό ο νόμος να απεγκλωβιστεί από περιορισμούς και τυπικότητες, να αποκτήσει πιο ευέλικτο χαρακτήρα, να λάβει ξεκάθαρες θέσεις και να επεκταθεί ώστε η προστασία να καλύπτει κάθε νόμιμη καταγγελία που μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο σημαντικού παραπτώματος ή που θα συμβάλλει ουσιαστικά στην διενέργεια των νόμιμων διωκτικών διαδικασιών, ώστε ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος να συμβάλλει καθοριστικά στην αποτελεσματική προστασία και στην ενθάρρυνσή των δυνητικών καταγγελλόντων πράξεις διαφθοράς, και να μην καταστεί αυτός άνευ ουσιαστικού και πρακτικού περιεχομένου.