Πρόκειται για μια υπόθεση, το περιεχόμενο της οποίας άπτεται του πολύπλοκου και δυσεπίλυτου ζητήματος του κατά πόσο υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε. Προκειμένου να επιλυθεί αυτό το ζήτημα, πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορες νομικές παράμετροι, όπως η διάκριση των δικαιοδοσιών, η έκταση του δεδικασμένου αποφάσεων της εκάστοτε δικαιοδοσίας, η φύση του τεκμηρίου αθωότητας κ.α.
Ένα από τα θέματα υπό κρίση του Δικαστηρίου αποτελεί η φύση και λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας βάσει του αρ. 6 ΕΣΔΑ και του άρθρου 71 Κ.Π.Δ, το οποίο θεσμοθετεί το δικαίωμα του διαδίκου στη δίκαιη δίκη και παρέχει πρόσθετη δικονομική προστασία στον εμπλεκόμενο στη ποινική δίκη, επιβάλλοντας η μεταχείριση του να ταυτίζεται με εκείνη του αθώου, εως ότου κριθεί η ενοχή του, ενώ παράλληλα θεωρείται ότι βάσει αυτού κατοχυρώνεται μετά την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ο σεβασμός της αξίας και της τιμής του προσώπου που αφορά, προκειμένου να αποτρέπεται η έκδοση αποφάσεων που αμφισβητούν την ορθότητα της αθωωσης του.
Ένα δεύτερο ζήτημα συνιστά αυτό της έκτασης του δεδικασμένου της αθωωτικής ποινικής απόφασης στην πολιτική δίκη, τη στιγμή που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη εκ των άρθρων 93-96 του Συντάγματος η διάκριση των δικαιοδοσιών και η ισχύς του δεδικασμένου εκάστοτε απόφασης στα όρια λειτουργίας της αντίστοιχης δικαιοδοσίας, όπως αυτό συνάγεται και εκ του άρθρου 321 ΚΠολΔ. Περαιτέρω λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ότι βάσει και της διακρίσεως των δικαιοδοσιών και της μη ύπαρξης ενιαίας έννομης τάξης, η εκάστοτε υπό κρίση υπόθεση διέπεται από διαφορετικό δίκαιο, αστικό ή ποινικό (ή διοικητικό) και εκ τούτου η φύση, η διαδικασία και το επιδειχθέν μέτρο επιμέλειας του δικάζοντος δικαστηρίου διαφοροποιείται. Προς αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι το ποινικό δικαστήριο διέπεται από το ανακριτικό σύστημα σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως της πολιτικής δίκης και η διαφοροποίηση των δύο αυτών δικαστηρίων όσον αφορά την κατανομή του βάρους απόδειξης. Επιπροσθέτως, διαφορές εντοπίζονται στην αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των αστικών και ποινικών δικαστηρίων και στον βαθμό δικανικής πεποίθησης, που θα πρέπει αυτά να σχηματίσουν, προκειμένου για την έκδοση απόφασης.
Ακόμη ένα υπό κρίση νομικό ζήτημα αποτελεί η προστασία του δικαιώματος του θιγόμενου από αδικοπραξία του αθωωθέντος, που στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά. Το δικαίωμα αυτό πλήττεται σημαντικά στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση έχει λειτουργία δεδικασμένου για τη πολιτική δίκη και ως εκ τούτου επέρχεται παράλληλα με την απαλλαγή από την ποινική και απαλλαγή από την αστική ευθύνη.
Το αναιρετικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα παραπάνω νομικά θέματα απεφάνθη ότι η διαφορετική κρίση του αστικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, και συνακόλουθα το τεκμήριο αθωότητας δεν έχει μορφή δεδικασμένου για το αστικό δικαστήριο και τούτο διότι μια τέτοια παραδοχή θα ήταν ασύμβατη προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των δικαιοδοσιών, θα σήμαινε υποχρεωτικό αποκλεισμό της αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος, θα σηματοδοτούσε τη δεσμευτικότητα αυτή προς αμφότερες κατευθύνσεις αλλά και επί καταδικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, έκρινε επίσης ότι τα πολιτικά δικαστήρια κατά την έκδοση απόφασης δεν επιτρέπεται να αδιαφορούν για την αθώωση του διαδίκου από το ποινικό δικαστήριο, ούτε και να αμφισβητούν την κρίση περί της αθωότητάς του για το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, εν αντιθέσει είναι υποχρεωτικό να συνεκτιμάται αυτή και να τίθεται ως βάση για την τελική κρίση του δικαστηρίου, το οποίο δύναται να εκτιμήσει διαφορετικά τα πραγματικά περιστατικά και να οδηγηθεί σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, απαιτείται δε αυτό να αιτιολογείται πλήρως, ειδικώς και εμπεριστατωμένα χωρίς να θέτει αμφιβολίες για τη κρίση του ποινικού δικαστηρίου.